- κρατυντικός
- κρᾰτυν-τικός, ή, όν, = foreg., κ. φάρμακα, for loose teeth, Archig. ap. Gal.12.873, v.l. in Dsc.1.30, prob.l. in Antyll. ap. Orib. 6.34.3.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κρατυντικός — κρατυντικός, ή, όν (Α) [κρατύνω] δυναμωτικός … Dictionary of Greek
κρατυντικά — κρατυντικός neut nom/voc/acc pl κρατυντικά̱ , κρατυντικός fem nom/voc/acc dual κρατυντικά̱ , κρατυντικός fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρατυντικόν — κρατυντικός masc acc sg κρατυντικός neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)